Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν άτρωτοι και δεν έχαναν μάχες (;)


Γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν άτρωτοι και δεν έχαναν μάχες (;)
Το έτος 1961 ο Αμερικανός πυρηνικός φυσικός και καθηγητής μεταλλουργίας δρ. Λάιλ Μπόρστ…επισκέφθηκε την Σπάρτη επηρεασμένος από την ανδρεία των αρχαίων Σπαρτιατών αλλά και για να μελετήσει τα όπλα που χρησιμοποιούσε αυτός ο πολεμικός λαός της αρχαίας Ελλάδας.

Ζήτησε λοιπόν από τους εκεί αρχαιολόγους να δει δείγματα οβολών από το Ηραίον ( ναό – θησαυροφυλάκιο της αρχαίας Σπάρτης) του 670 π.χ και αφού τα ανέλυσε απεφάνθη πως οι Σπαρτιάτες δεν είχαν απλώς σίδερο αλλά ατσάλι!

Δηλαδή ένα κράμα σιδήρου και άνθρακα με περιεκτικότητα σε...άνθρακα μεταξύ 0,2 και 0,8%.Κατά την δήλωση του στους New York Times, αυτό ισοδυναμούσε με την κατοχή ατομικής βόμβας για τα…μέτρα της εποχή. Αυτό εξηγεί επιστημονικά, πέρα από την αποδεδειγμένη ανδρεία που υπέδειξαν ο Λεωνίδας και οι 300 Σπαρτιάτες του στη μάχη των Θερμοπυλών και πέρα από την επιλογή του τέλειου στρατηγικού σημείου της μάχης, το πώς 300 άνδρες αποδεκάτισαν έναν στρατό Περσών, Μήδων και Σακών που αριθμούσαν τις 50.000 πάνοπλων αδρών, συμπεριλαμβανομένων και των πλέων επίλεκτων ταγμάτων των Περσών των αθανάτων, πριν πέσουν όλοι από τα βέλη των τοξοτών μετά απ΄ την προδοσία του Εφιάλτη.

Για άλλη μία φορά αποδεικνύεται (και μέσα από την επιστήμη) το πόσο προηγμένη τεχνολογία διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες. Φανταστείτε τώρα με πόση ευκολία μπορούσαν τα ατσάλινα ξίφη των Σπαρτιατών να διαπεράσουν τις χάλκινες και σιδερένιες πανοπλίες των Περσών και ακόμα πόσο φόβο θα προκάλεσε στους Πέρσες το γεγονός πως στα δικά ξίφη τους οι Σπαρτιάτικές πανοπλίες έμεναν ανεπηρέαστες.
πηγή oichalianews.gr

Πώς η Θεσσαλία αύξησε τον πληθυσμό της χώρας


 έρευνα.
Η ταραγμένη ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας είχε ως αποτέλεσμα την σταθεροποίηση των εδαφικών ορίων της χώρας μας μόλις το 1947, με την προσάρτηση των ∆ωδεκανήσων.
Στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου (1830-1947), η χώρα μεγεθύνεται ενσωματώνοντας αφενός μεν εδάφη και πληθυσμούς, αφετέρου δε υποδεχόμενη τμήματα του ελληνισμού που επανέρχονται στη μητέρα-πατρίδα. Πρόκειται για στοιχεία εργασίας του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη και της Ε. Ανδρουλάκη.
Αναλυτικά
Η Ελλάδα όμως των «τριών ηπείρων και πέντε θαλασσών», την επαύριο του δευτέρου παγκοσμίου πόλεμου , σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι μια μικρή χώρα της Ν.Α Ευρώπης που στα 132.000 Κm2 συγκεντρώνει μόλις 7,5 εκατομμύρια ψυχές. Κάνοντας μια αναδρομή στην πρώτη αυτή περίοδο θα υπενθυμίσουμε ότι στην ίδρυσή του (1828) το Ελληνικό κράτος, περιορίζεται στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες (47.000 Κm2, 753 χιλ κάτοικοι, 15,9 κατ/ Κm), ενώ μια εικοσιπενταετία αργότερα (1864), με την ενσωμάτωση των Ιονίων Νήσων ο πληθυσμός της χώρας μας θα ανέλθει σε 1,365 εκ. (27,19 κατ/Κm2).
Με την ενσωμάτωση της Άρτας και της Θεσσαλίας (1881), ο πληθυσμός μας αυξάνεται ακόμη περισσότερο, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα 2 εκατομμύρια. Η χώρα μας βγαίνει από τους Βαλκανικούς πολέμους σημαντικά ενισχυμένη εδαφικά και δημογραφικά: έχει διπλασιάσει την έκτασή της (121 Κm2) και υπερδιπλασιάσει τον πληθυσμό της (4,775 εκ.). Την προσωρινή προσάρτηση του συνόλου της Θράκης και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου (1919-1920) θα ακολουθήσει η συνθήκη της Λωζάννης, η οποία θα επιτρέψει μεν την οριστική ενσωμάτωση της ∆υτικής Θράκης αλλά θα οδηγήσει στη μαζική ανταλλαγή των πληθυσμών ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής και στην σημαντική αύξηση του πληθυσμού μας ανάμεσα στο 1920 και το 1928 (από 5,5 σε 6,2 εκ. -44,8 κατ/ Κm2).
Της μαζικής αυτής εξόδου από την Κεμαλική Τουρκία προηγείται , διαπιστώνεται στην ίδια εργασία, η επάνοδος στην μητέρα – πατρίδα των ευρισκόμενων ελληνικών μειονοτήτων στα Ανατολικά Βαλκάνια (με την προοδευτική άνοδο των εθνικιστικών κινημάτων στη Ρουμανία και Βουλγαρία) και έπεται, μεταπολεμικά, η έξοδος των Κωνσταντινουπολιτών και εν συνεχεία των Αιγυπτιωτών Ελλήνων, ενώ στην ενδιάμεση δεκαετία 1940-1950 εγκαταλείπουν την χώρα μας αφ’ ενός μεν οι μειονοτικοί πληθυσμοί της Β. Ελλάδας (βουλγαρόφωνοι, σλαβόφωνοι και Τσάμηδες), αφετέρου δε, μετά την ήττα του ∆ημοκρατικού Στρατού, μερικές ακόμη δεκάδες χιλιάδες κατοίκων της Βορείου Ελλάδας, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Παράλληλα, οφείλουμε να επισημάνουμε, αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης, ότι οι διαδοχικές επεκτάσεις των συνόρων, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με την ενσωμάτωση εδαφών στα οποία κατοικούσαν πληθυσμοί με διαφοροποιημένες δημογραφικές συμπεριφορές (ή ακόμη με την μετακίνηση πληθυσμών που είχαν διαφοροποιημένες συμπεριφορές), οδηγούν, σε μια πρώτη φάση, στη διεύρυνση των δημογραφικών διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις περιφέρειες της χώρας μας. Προοδευτικά όμως, στη διάρκεια της επόμενης πεντηκονταετίας, οι συμπεριφορές αυτές συγκλίνουν και οι χωρικές διαφοροποιήσεις αμβλύνονται. Έτσι, την παραμονή της σύγκρουσης (1940) ο πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται πλέον σε 7,34 εκατομμύρια, ενώ οι απώλειες του πολέμου που θα ακολουθήσει θα υπερκαλυφθούν με την προσάρτηση των ∆ωδεκανήσων, με αποτέλεσμα, το 1947, λίγο πριν από την εμφύλια σύγκρουση, η χώρα μας στα οριστικά πλέον σύνορά της -132.000 Κm2- να συγκεντρώνει 7,563 εκατομ. κατοίκους (57,3 κατ/ Κm2). Έκτοτε, οι όποιες μεταβολές στο μέγεθος του πληθυσμού μας οφείλονται αποκλειστικά στην διαφορά ανάμεσα στα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) και τα μεταναστευτικά ισοζύγια (έξοδοι- είσοδοι).
Αποστόλης Ζώης
e-erevna