έρευνα.
Η ταραγμένη ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας είχε ως αποτέλεσμα την
σταθεροποίηση των εδαφικών ορίων της χώρας μας μόλις το 1947, με
την προσάρτηση των ∆ωδεκανήσων.
Στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου (1830-1947), η χώρα
μεγεθύνεται ενσωματώνοντας αφενός μεν εδάφη και πληθυσμούς,
αφετέρου δε υποδεχόμενη τμήματα του ελληνισμού που επανέρχονται στη
μητέρα-πατρίδα. Πρόκειται για στοιχεία εργασίας του καθηγητή στο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη και της Ε. Ανδρουλάκη.
Αναλυτικά
Η Ελλάδα όμως των «τριών ηπείρων και πέντε θαλασσών», την επαύριο του δευτέρου παγκοσμίου πόλεμου , σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι μια μικρή χώρα της Ν.Α Ευρώπης που στα 132.000 Κm2 συγκεντρώνει μόλις 7,5 εκατομμύρια ψυχές. Κάνοντας μια αναδρομή στην πρώτη αυτή περίοδο θα υπενθυμίσουμε ότι στην ίδρυσή του (1828) το Ελληνικό κράτος, περιορίζεται στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες (47.000 Κm2, 753 χιλ κάτοικοι, 15,9 κατ/ Κm), ενώ μια εικοσιπενταετία αργότερα (1864), με την ενσωμάτωση των Ιονίων Νήσων ο πληθυσμός της χώρας μας θα ανέλθει σε 1,365 εκ. (27,19 κατ/Κm2).
Με την ενσωμάτωση της Άρτας και της Θεσσαλίας (1881), ο πληθυσμός μας αυξάνεται ακόμη περισσότερο, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα 2 εκατομμύρια. Η χώρα μας βγαίνει από τους Βαλκανικούς πολέμους σημαντικά ενισχυμένη εδαφικά και δημογραφικά: έχει διπλασιάσει την έκτασή της (121 Κm2) και υπερδιπλασιάσει τον πληθυσμό της (4,775 εκ.). Την προσωρινή προσάρτηση του συνόλου της Θράκης και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου (1919-1920) θα ακολουθήσει η συνθήκη της Λωζάννης, η οποία θα επιτρέψει μεν την οριστική ενσωμάτωση της ∆υτικής Θράκης αλλά θα οδηγήσει στη μαζική ανταλλαγή των πληθυσμών ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής και στην σημαντική αύξηση του πληθυσμού μας ανάμεσα στο 1920 και το 1928 (από 5,5 σε 6,2 εκ. -44,8 κατ/ Κm2).
Της μαζικής αυτής εξόδου από την Κεμαλική Τουρκία προηγείται , διαπιστώνεται στην ίδια εργασία, η επάνοδος στην μητέρα – πατρίδα των ευρισκόμενων ελληνικών μειονοτήτων στα Ανατολικά Βαλκάνια (με την προοδευτική άνοδο των εθνικιστικών κινημάτων στη Ρουμανία και Βουλγαρία) και έπεται, μεταπολεμικά, η έξοδος των Κωνσταντινουπολιτών και εν συνεχεία των Αιγυπτιωτών Ελλήνων, ενώ στην ενδιάμεση δεκαετία 1940-1950 εγκαταλείπουν την χώρα μας αφ’ ενός μεν οι μειονοτικοί πληθυσμοί της Β. Ελλάδας (βουλγαρόφωνοι, σλαβόφωνοι και Τσάμηδες), αφετέρου δε, μετά την ήττα του ∆ημοκρατικού Στρατού, μερικές ακόμη δεκάδες χιλιάδες κατοίκων της Βορείου Ελλάδας, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Παράλληλα, οφείλουμε να επισημάνουμε, αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης, ότι οι διαδοχικές επεκτάσεις των συνόρων, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με την ενσωμάτωση εδαφών στα οποία κατοικούσαν πληθυσμοί με διαφοροποιημένες δημογραφικές συμπεριφορές (ή ακόμη με την μετακίνηση πληθυσμών που είχαν διαφοροποιημένες συμπεριφορές), οδηγούν, σε μια πρώτη φάση, στη διεύρυνση των δημογραφικών διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις περιφέρειες της χώρας μας. Προοδευτικά όμως, στη διάρκεια της επόμενης πεντηκονταετίας, οι συμπεριφορές αυτές συγκλίνουν και οι χωρικές διαφοροποιήσεις αμβλύνονται. Έτσι, την παραμονή της σύγκρουσης (1940) ο πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται πλέον σε 7,34 εκατομμύρια, ενώ οι απώλειες του πολέμου που θα ακολουθήσει θα υπερκαλυφθούν με την προσάρτηση των ∆ωδεκανήσων, με αποτέλεσμα, το 1947, λίγο πριν από την εμφύλια σύγκρουση, η χώρα μας στα οριστικά πλέον σύνορά της -132.000 Κm2- να συγκεντρώνει 7,563 εκατομ. κατοίκους (57,3 κατ/ Κm2). Έκτοτε, οι όποιες μεταβολές στο μέγεθος του πληθυσμού μας οφείλονται αποκλειστικά στην διαφορά ανάμεσα στα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) και τα μεταναστευτικά ισοζύγια (έξοδοι- είσοδοι).
Αναλυτικά
Η Ελλάδα όμως των «τριών ηπείρων και πέντε θαλασσών», την επαύριο του δευτέρου παγκοσμίου πόλεμου , σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι μια μικρή χώρα της Ν.Α Ευρώπης που στα 132.000 Κm2 συγκεντρώνει μόλις 7,5 εκατομμύρια ψυχές. Κάνοντας μια αναδρομή στην πρώτη αυτή περίοδο θα υπενθυμίσουμε ότι στην ίδρυσή του (1828) το Ελληνικό κράτος, περιορίζεται στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες (47.000 Κm2, 753 χιλ κάτοικοι, 15,9 κατ/ Κm), ενώ μια εικοσιπενταετία αργότερα (1864), με την ενσωμάτωση των Ιονίων Νήσων ο πληθυσμός της χώρας μας θα ανέλθει σε 1,365 εκ. (27,19 κατ/Κm2).
Με την ενσωμάτωση της Άρτας και της Θεσσαλίας (1881), ο πληθυσμός μας αυξάνεται ακόμη περισσότερο, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα 2 εκατομμύρια. Η χώρα μας βγαίνει από τους Βαλκανικούς πολέμους σημαντικά ενισχυμένη εδαφικά και δημογραφικά: έχει διπλασιάσει την έκτασή της (121 Κm2) και υπερδιπλασιάσει τον πληθυσμό της (4,775 εκ.). Την προσωρινή προσάρτηση του συνόλου της Θράκης και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου (1919-1920) θα ακολουθήσει η συνθήκη της Λωζάννης, η οποία θα επιτρέψει μεν την οριστική ενσωμάτωση της ∆υτικής Θράκης αλλά θα οδηγήσει στη μαζική ανταλλαγή των πληθυσμών ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής και στην σημαντική αύξηση του πληθυσμού μας ανάμεσα στο 1920 και το 1928 (από 5,5 σε 6,2 εκ. -44,8 κατ/ Κm2).
Της μαζικής αυτής εξόδου από την Κεμαλική Τουρκία προηγείται , διαπιστώνεται στην ίδια εργασία, η επάνοδος στην μητέρα – πατρίδα των ευρισκόμενων ελληνικών μειονοτήτων στα Ανατολικά Βαλκάνια (με την προοδευτική άνοδο των εθνικιστικών κινημάτων στη Ρουμανία και Βουλγαρία) και έπεται, μεταπολεμικά, η έξοδος των Κωνσταντινουπολιτών και εν συνεχεία των Αιγυπτιωτών Ελλήνων, ενώ στην ενδιάμεση δεκαετία 1940-1950 εγκαταλείπουν την χώρα μας αφ’ ενός μεν οι μειονοτικοί πληθυσμοί της Β. Ελλάδας (βουλγαρόφωνοι, σλαβόφωνοι και Τσάμηδες), αφετέρου δε, μετά την ήττα του ∆ημοκρατικού Στρατού, μερικές ακόμη δεκάδες χιλιάδες κατοίκων της Βορείου Ελλάδας, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Παράλληλα, οφείλουμε να επισημάνουμε, αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης, ότι οι διαδοχικές επεκτάσεις των συνόρων, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με την ενσωμάτωση εδαφών στα οποία κατοικούσαν πληθυσμοί με διαφοροποιημένες δημογραφικές συμπεριφορές (ή ακόμη με την μετακίνηση πληθυσμών που είχαν διαφοροποιημένες συμπεριφορές), οδηγούν, σε μια πρώτη φάση, στη διεύρυνση των δημογραφικών διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις περιφέρειες της χώρας μας. Προοδευτικά όμως, στη διάρκεια της επόμενης πεντηκονταετίας, οι συμπεριφορές αυτές συγκλίνουν και οι χωρικές διαφοροποιήσεις αμβλύνονται. Έτσι, την παραμονή της σύγκρουσης (1940) ο πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται πλέον σε 7,34 εκατομμύρια, ενώ οι απώλειες του πολέμου που θα ακολουθήσει θα υπερκαλυφθούν με την προσάρτηση των ∆ωδεκανήσων, με αποτέλεσμα, το 1947, λίγο πριν από την εμφύλια σύγκρουση, η χώρα μας στα οριστικά πλέον σύνορά της -132.000 Κm2- να συγκεντρώνει 7,563 εκατομ. κατοίκους (57,3 κατ/ Κm2). Έκτοτε, οι όποιες μεταβολές στο μέγεθος του πληθυσμού μας οφείλονται αποκλειστικά στην διαφορά ανάμεσα στα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) και τα μεταναστευτικά ισοζύγια (έξοδοι- είσοδοι).
Αποστόλης Ζώης
e-erevna
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου